- κνηστιώ
- κνηστιῶ, -άω (Α)1. κνησιώ*2. μτφ. ορέγομαι, ποθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κνησιῶ* κατά τα εφετικά σε -τιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποκνηστιώ — άω, Μ γαργαλώ λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κνηστιῶ «αισθάνομαι φαγούρα, ορέγομαι, ποθώ»] … Dictionary of Greek